ἀμνημονέω
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
A.Eu.24, etc.: fut.
A -ήσω Isoc.12.253: aor. ἠμνημόνησα Id.5.72, X.Smp.8.1, etc.:—to be unmindful, abs., A. l.c., E.Or.216: c. acc., forget, D.6.12, 7.19, Aeschin.3.221: also c. gen., D.18.285: freq. in sense, make no mention of, E.IT361, Th.3.40, Lys.31.25; ἀ. τι περί τινος Th.5.18; Pass., Max.Tyr.8.5:—dependent clauses either in partic., ἀμνημονεῖς σαυτὸν δρῶντα; do you forget your doing? Pl. Tht.207d; or in relative clause with ὅτι... Id.R.474d. ἀμνημοσύνη, ἡ, forgetfulness, E.Ion 1100 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 126] uneingedenk sein, sich nicht erinnern, Eur. Or. 216; gew. mit der Negation, wohl wissen, Aesch. Eum. 24; sich wohl erinnern, τινός, Eur. Iph. T. 361 Rhes. 647; Thuc. 3, 54; περί τινος, 5, 18; Plat. Theaet. 207 e, wo τοὺς ἄλλους δρῶντας folgt, u. sonst in Prosa; τοὺς λόγους Dem. 6, 12; τοῦτο, 7, 19; – nicht erwähnen, mit Stillschweigen übergehen, τινός, Xen. Conv. 8, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνημονέω: Αἰσχ., κτλ.: μέλλ. -ήσω, Ἰσοκρ. 285Ε: ἀόρ. ἠμνημόνησα, ὁ αὐτ. 96D, Ξεν., κτλ: - εἶμαι ἀμνήμων, ἐπιλήσμων, λησμονῶ, ἀπολ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 24, Εὐρ. Ὀρ. 216: - μ. γεν. δὲν ὁμιλῶ περί τινος, δὲν ἀναφέρω περί τινος, Εὐρ. Ι. Τ. 361, Θουκ. 3. 40, Λυσ. 189. 14· οὕτως, ἀμν. τι περί τινος Θουκ. 5. 18: - ἐξηρτημέναι προτάσεις προστίθενται ἢ κατὰ μετοχ., ἀμνημονεῖς σαυτὸν δρῶντα; λησμονεῖς τὴν πρᾶξίν σου; Πλάτ. Θεαίτ. 207D, ἢ εἰδικῶς διὰ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. Πολ. 474D· - ὁ ἐσφαλμένος τύπος -μονεύω εὕρηται παρὰ Διογ. Λ. 5. 72, ὡς ἄλλ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 612D, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστορ. συγγρ. 18· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 566.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀμνημονήσω, ao. ἠμνημόνησα, pf. inus.
1 être oublieux, oublier;
2 perdre le souvenir de, oublier, omettre, gén..
Étymologie: ἀμνήμων.