καθίημι
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
Ion. κατ-, fut.
A καθήσω A.Eu.555(lyr.): aor. 1 καθῆκα, Ep. καθέηκα Il.24.642: 2dual aor. 2 κάθετον h.Ap.487: pf. καθεῖκα Lysipp.1, D.29.46: (v. ἵημι):—let fall, drop, send down, κὰδ δὲ [κεραυνὸν] . . ἧκε Χαμᾶζε Il.8.134; κατὰ δ' ὑψόθεν ἧκεν ἐέρσας 11.53; οἶνον λαυκανίης καθέηκα I have sent the wine down my throat, 24.642; καθίετε ἵππους ἐν δίνῃσι sink them in the stream, as an offering to the river-god, 21.132; [ἱστία] ἐς νῆας κάθεμεν we let them down, lowered them, Od.9.72; λαῖφος καθήσειν A.Eu. l.c.; σχοίνῳ σπυρίδα κ. let it down by a cord, Hdt.5.16; σῶμα πύργων κ. E.Tr.1011; κοντὸν ἐς [τὴν λίμνην] κ. Hdt.4.195; ἐμαυτὸν εἰς ἅλα E.Hel.1614; ὅπλα εἰς ἅλἀ ib. 1375; καθεῖσαν δέλεάρ μοι φρενῶν Id.IT1181 (so metaph. τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε D.29.46); κ. τι ἐς πῶμα E.Ion1034; νάρθηκ' ἐς πέδον Id.Ba.706; κ. σπονδάς pour them, Id.IA60; τὸν κλῆρον ἐς μέσον καθείς, of putting lots into a helmet or urn, S.Aj.1285; ἄγκυραν Hdt. 7.36; τὰ δίκτυα Arist.HA533b18; κατιεμένην καταπειρητηρίην, of a sounding-line, Hdt.2.28: abs., καθιέναι reach by sounding, sound, οὐδεὶς καθεὶς ἐδυνήθη πέρας εὑρεῖν Arist.Mete.351a13: Medic., [αὐλίσκον] pass a catheter, Ruf.Ren.Ves.7.11; οἵαν πρόφασιν καθῆκε (παρὰ προσδοκίαν for οἷον ἄγκιστρον) Ar.V.174; λόγους συμβατηρίους κ. make offers of peace, D.C.41.47; κ. πεῖραν make an attempt, Ael. VH2.13, NA1.57; εἰς ὤμους κ. κόμας let one's hair flow loose, E. Ba.695, cf. IT52; κ. πώγωνα let one's beard grow long, Ar.Ec.100, cf. Th.841, Arr.Epict.2.23.21 (Pass., τὰς τρίχας καθειμέναι Crates Com.27; πώγωνα καθειμένος Plu.Phoc.10; τὸ γένειον αὐτῷ καθεῖτο Ael.VH11.10); [αἱ ὄϊες] μείζω τὰ οὔθατα καθιᾶσιν Arist.HA596a24 (Pass., of a mare's udder, Hdt.4.2); also τείχη καθεῖναι ἐς θάλασσαν carry them down to the sea, Th.5.52 (Pass., καθεῖτο τείχη 4.103); καθῆκε τὰ σκέλη let down his legs, of one who had been lying, Pl.Phd. 61c; κατ' ἀμφοῖν ἄμφω (sc. τὰ σκέλη) καθέντος, of a wrestler, Gal.6.143; κ. δόρατα let down one's pike, bring it to the rest, X.An.6.5.25; κ. τὰς κώπας let down the oars, so as to stop the ship's way, Th.2.91; rarely of striking, δι' ὀμφαλοῦ καθῆκεν ἔγχος E.Ph.1413; καθῆκε ξύλον παιδὸς ἐς κάρα Id.HF993; κ. πρὸς γαῖαν γόνυ to kneel down, Id.Hec.561; ἐς δὲ γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν Id.IT333; κ. τινὰ ἐς ὕπνον let him fall asleep, Id.HF1006; εἰς κίνδυνον ἐμαυτόν D.H.5.27; [πώλους] ἐς λειμώνων Χλόην E.IA423; of a general, κ. στρατόπεδα εἰς . . let them march into... Plb.3.70.11; εἰς τὸ πεδίον τὴν δύναμιν Id.3.92.7; κ. ἐπί τινας τόπους ἐνέδρας lay an ambush, Id.4.63.9:—Pass., stretch down seawards, ὄρεα μέχρι πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένα Pl. Criti.118a; ἕως γῆς τοῦ πρηστῆρος καθιεμένου Epicur.Ep.2p.47U., cf. p.51 U.; τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς low tone of voice, Hdn.5.2.3. 2 send down into the arena, enter for racing, ἅρματα, ζεύγη, Th.6.16, Isoc.16.34; of plays, produce, Eratosth. ap. Sch.Ar.Nu.552 (Pass.); διδασκαλίαν Plu.Cim.8; so ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι . . γνώμας καθεῖναι (Com. for προθεῖναι) Ar.Ec.397; κατὰ τὴν ἀγορὰν λογοποιοὺς κ. D.24.15: freq. in later Greek in a general sense, set in motion, employ, Luc.DMeretr.7.4; κ. ἔς τινας ὑποψίας Philostr.VA6.38; φίλους καὶ ῥήτορας κ. employ them, Plu.Per.7, cf. Philostr.VA4.42:—Pass., to be put in motion, ἡ στρατηλασίη κατίετο ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.138. 3 allow to return from exile, φυγάδας X.HG2.2.20. II intr., swoop down like a wind, λαμπρὸς καὶ μέγας καθιείς Ar.Eq.430; of rivers, run down, ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου Pl.Phd.112e; κ. εἰς γόνυ sink on the knee, Plu.Ant.45; κ. εἰς ἀγῶνα, Lat. descendere in arenam, Id.2.616d, Luc.Alex.6; κ. ἐς Ῥόδον arrive there, v.l. for κατῆγεν, Polyaen.5.17.2.