Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφιδέαι

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδέαι: -αἱ, πᾶν ὅ,τι περιδέει ἢ περιδέεται, περιβραχιόνιον, περισφύριον, Ἡρόδ. 2. 69, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 26· ἀλλ’ ὡσαύτως οὐδ. ἀμφίδεα, τά, αὐτόθι 17. 151. 7· (ὁ Βοίκχιος γράφει ἀμφιδεαῖ, -δεᾶ): ὁ Ἡσύχιος λέγει: «ἀμφιδέαι, ψέλλια, κρίκοι, δακτύλιοι.» 2) οἱ σιδηροῖ κρίκοι, Λατ. armillae, δι’ ὧν τὰ φύλλα τῶν θυρῶν προσηρμόζοντο καὶ ἐστηρίζοντο ἐπὶ τῶν στροφέων «ῥιζέδων», Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., πρβλ. Ἰουδεν. 3. 304: ἀνφιδέαι σιδηραῖ στρογγύλαι ἀπὸ κλείθρου τέτταρες Βοίκχ. ἐν Ἐπιγρ. Ναυτ. σ. 409. 3) τὰ ἀμφίδεα, τὰ χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 610. 42, «ἀμφίδεον, τοῦ στόματος τῆς μήτρας τὸ ἐν κύκλῳ ἄκρον… κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τῶν γυναικείων ψελλίων», Γαλην. Λεξ.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
1 bracelet, anneau;
2 chaîne pour fermer une porte.
Étymologie: ἀμφί, δέω¹.
Syn. βραχιονιστήρ, κρίκος, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.