ἄμης

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

German (Pape)

[Seite 123] ητος, ὁ, eine Art Kuchen, Ar. Plut. 999 (Schol. εἶδος πλακοῦντος γαλακτώδους, nach Moer. ἔγχυτος πλακοῦς); öfter bei Ath., z. B. aus Antiphan. VI, 262 c; vgl. XIV, 644 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμης: -ητος, ὁ, εἶδος πλακοῦντος μετὰ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 999, Ἀντιφῶν ἐν «Δυσπράτῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
sorte de gâteau au lait.
Étymologie: DELG étym. inconnue.