ἀναθορυβέω

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθορῠβέω Medium diacritics: ἀναθορυβέω Low diacritics: αναθορυβέω Capitals: ΑΝΑΘΟΡΥΒΕΩ
Transliteration A: anathorybéō Transliteration B: anathorybeō Transliteration C: anathoryveo Beta Code: a)naqorube/w

English (LSJ)

   A cry out loudly, commonly in applause, ἀ. ὡς εὖ λέγοι Pl.Prt.334c, cf. X.An.5.1.3; ὡς εὖ εἰπόντος τινὸς ἀ. ib.6.1.30, cf. Pl. Smp.198a: abs., Euthd.276b.

German (Pape)

[Seite 188] auflärmen, seinen Beifall laut zu erkennen geben, ὡς εὖ λέγοι Plat. Prot. 334 c; Euthyd. 276 c; Xen. An. 5, 1, 3. 9, 30, ὡς εὖ εἰπόντος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθορῠβέω: ποιῶ θόρυβον, ἐκφράζω θορυβωδῶς τὴν ἐπιδοκιμασίαν μου. Λατ, acclamare, οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν, ὡς εὖ λέγοι Πλατ. Πρωτ. 334C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1. 3· ὡς εὖ εἰπόντως τινὸς ἀν. αὐτόθι 6. 1, 30, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 276Β. ΙΙ. μετ’ αίτ., ἐπιδοκιμάζω, χειροκροτῶ, αὐτόθι Συμπ. 198Α. 2) διαταράσσω, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
acclamer bruyamment, applaudir.
Étymologie: ἀνά, θορυβέω.