ἀνόνητος

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόνητος Medium diacritics: ἀνόνητος Low diacritics: ανόνητος Capitals: ΑΝΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: anónētos Transliteration B: anonētos Transliteration C: anonitos Beta Code: a)no/nhtos

English (LSJ)

Dor. ἀνόν-ᾱτος, ον,

   A unprofitable, περισσὰ κἀνόνητα σώματα S.Aj.758; ὦπολλὰ λέξας . . κἀνόνητ' ἔπη v.l. ib.1272; ἀ. γάμος E.Or. 1501 (lyr.), cf. Hel.886; ἀ. γίγνεσθαι D.9.40, cf. Plu.2.248a; τινί Arist.EN1095a9, cf.Pol.1334b40; ἄργυρον εἰς ἀνόνατα ῥέοντα Cerc.4.4:—neut. pl. ἀνόνητα is freq. in E. as Adv., in vain, as Hec.766, Alc.412 (lyr.), al.; ἀνόνητα πονεῖν Pl.R.486c: regul.Adv. -τως Pall. inHp.2.147D, Sch.E.Or.1501: Comp., ibid.    II Act., c. gen., τῶν ἀγαθῶν ἀ. τινα ποιῆσαι deprive of all benefit from .., D.18.141, cf. 19.315, Plu.2.800d, Nic.Dam.p.13D.

German (Pape)

[Seite 241] nichts nützend, unnütz. σώματα, ἔπη, Soph. Ai. 745. 1251; ἀνόνητα πονεῖν, umsonst arbeiten, Plat. Rep. VI, 486 c VII, 331 d; vgl. Eur. Hec. 756. – Oft bei Sp., wie D. Hal. Bei Dem. 19, 315 ἀγαθῶν, keinen Nutzen davon habend; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόνητος: Δωρ. ᾱτος, ον, ἀνωφελής, περισσὰ κἀνόνητα σώματα Σοφ. Αἴ. 758˙ ὦ πολλὰ λέξας ἄρτι κἀνόνητ’ ἔπη αὐτόθι 1272˙ ἀνόνητος γάμος Εὐρ. Ὀρ. 1502, πρβλ. Ἑλλ. 886˙ πάντα ταῦτα ἄχρηστ’, ἄπρακτ’, ἀνόνητα ὑπὸ τῶν πωλούντων γίγνεται Δημ. 121. 16, Πλούτ.· ἀν. ἐστί τί τινι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 7, πρβλ. Πολ. 7. 16, 3: ― τὸ οὐδ. πληθ. ἀνόνητα εἶναι συχνὸν παρ’ Εὐρ. ὡς ἐπίρρ., = ματαίως, ὡς π.χ. ἐν Ἑκ. 766, Ἀλκ. 413. κτλ., οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ. Πολ. 486C. ΙΙ. ἐνεργ. μ. γεν., ἀν. τῶν ἀγαθῶν, μὴ ὠφελούμενος ἐκ τῶν ἀγαθῶν, Δημ. 275. 5., 442. 26. ― Ἐπίρρ. ἀνονήτως Γ. Τορνίκ. ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 411. 21, ἔκδ. Λ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inutile ; pl. neutre adv. • ἀνόνητα sans en jouir ; en vain;
2 qui ne tire pas profit de, gén..
Étymologie: ἀ, ὀνέω.