ἀντιδιατίθημι

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιατίθημι Medium diacritics: ἀντιδιατίθημι Low diacritics: αντιδιατίθημι Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: antidiatíthēmi Transliteration B: antidiatithēmi Transliteration C: antidiatithimi Beta Code: a)ntidiati/qhmi

English (LSJ)

   A retaliate upon a person, D.S.34.12; κακῶς παθόντα ἀ Eust.546.28:—Med., offer resistance, πρὸς τὴν πειθώ Longin.17.1; τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, 2 Ep.Ti.2.25.

German (Pape)

[Seite 251] (s. τίθημι), dagegen feststellen; Jemand zur Vergeltung in eine Lage versetzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιατίθημι: ἀποδίδω τὰ ἴσα εἴς τινα, ἀμύνομαι, «ἀμυνόμενοι, τοὺς κακόν τι πράξαντας ἀντιδιατιθέντες» Σουΐδ. Διοδ. Ἐκλογαὶ 602. 70· κακῶς παθόντα ἀντιδιατιθέναι Εὐστ. 546. 28: - Μέσ. παρουσιάζω ἀντίστασιν, πρός τι Λογγῖν. 17. 1· τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, τοὺς ἐναντίους, τοὺς ἐχθρούς, Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Β΄, β΄, 25.

French (Bailly abrégé)

prendre des dispositions contraires ; punir.
Étymologie: ἀντί, διατίθημι.