ἀντιστατέω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A = ἀνθίσταμαι, resist, oppose, esp. as a political partisan, Hdt.3.52; τινί Pl.Grg.513c, J.AJ18.9.2, cf. Ph.1.205, al.; πρός τι Plu.2.802b; trans., τῷ φόβῳ τὸ κλέος Lib.Vit.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστᾰτέω: ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, ἰδίως ὡς πολιτικὸς ἀντίπαλος, Ἡρόδ. 3. 52· τινὶ Πλάτ. Γοργ. 513C· πρός τι Πλούτ. 2. 802Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
résister, s’opposer à.
Étymologie: ἀντιστάτης.