εὐδοξία
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ἡ,
A good repute, honour, Simon.4.6, Pi.P.5.8, E.Tr.643, Isoc.11.29, etc., cf. Arist.Rh.1361a25; virtue, excellence, Pi.N.3.40: in pl., D. 18.322. 2 approval, μετ' εὐδοξίας πλήθους ἀριστοκρατία Pl.Mx. 238d. II good judgement, opp. ἐπιστήμη, Id.Men.99b.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδοξία: ἡ, καλὴ φήμη, τιμή, δόξα, Σιμωνίδης 5, Πινδ. ΙΙ. 5. 9, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 8· ἀρετή, τὸ ἔξοχον, Πινδ. Ν. 3. 70· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 332. 6. 2) ἐπιδοκιμασία, τοῦ πλήθους Πλάτ. Μενέξ. 238D. ΙΙ. καλὴ κρίσις, ἀντίθετον τῷ ἐπιστήμη, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 bonne réputation, célébrité, gloire;
2 bonne opinion, opinion favorable, confiance.
Étymologie: εὔδοξος.