γεροντοδιδάσκαλος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A old man's master, Pl.Euthd.272c.
German (Pape)
[Seite 486] ὁ, Lehrer der Alten, Plat. Euthyd. 272 e.
Greek (Liddell-Scott)
γεροντοδῐδάσκαλος: ὁ, ἡ, διδάσκαλος γέροντος, Πλάτ. Εὐθυδ. 272C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui enseigne un vieillard.
Étymologie: γέρων, διδάσκαλος.