περισχοινίζω

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισχοινίζω Medium diacritics: περισχοινίζω Low diacritics: περισχοινίζω Capitals: ΠΕΡΙΣΧΟΙΝΙΖΩ
Transliteration A: perischoinízō Transliteration B: perischoinizō Transliteration C: perischoinizo Beta Code: perisxoini/zw

English (LSJ)

   A part off by a rope, τῆς ἀγορᾶς μέρος Poll.8.20 ; τὸ δικαστήριον ib.141 ; χωρία τῆς ἀγορᾶς D.H.7.59 :—Med., of the Areopagitic Council, part itself off by a rope, D.25.23 :—Pass., Poll. 8.123.

German (Pape)

[Seite 595] mit einem Stricke, Seile, σχοῖνος, umgeben, umbinden, z. B. nach Poll. 8, 124 τὸ δικαστήριον, ὁπότε περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ μηδείς, ἀνεπόπτευτος ὤν, vgl. Dem. 25, 23, ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴ ὅταν ἐν. τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται. übh. scheinen die Richter vom Volke durch ein Seil getrennt worden zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

περισχοινίζω: περιδένω διὰ σχοινίου, (σχοῖνος), Κλήμ. Ἀλ. 800. ΙΙ. ἀποχωρίζω διὰ σχοινίου ὡς ἐν τοῖς ἐν Ἀθήναις δικαστηρίοις οἱ δικασταὶ ἐχωρίζοντο ἀπὸ τοῦ λαοῦ, «περισχοινίσαι τὸ δικαστήριον, ὁπότε περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ μηδείς, ἀναπόπτευτος ὢν» Πολυδ. Η΄, 141, 20, 123, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 59 ― Μέσ., ἐπὶ τῆς βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἀποχωρίζω ἐμαυτὸν διὰ σχοινίου (τιθεμένου ἐν εἴδει φραγμοῦ), ὅταν ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται Δημ. 776. 20.

French (Bailly abrégé)

1 lier en entourant d’une corde;
2 entourer d’une corde pour marquer une limite;
Moy. περισχοινίζομαι s’enfermer dans une enceinte réservée.
Étymologie: περί, σχοινίζω.