διαγωνίζομαι

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰγωνίζομαι Medium diacritics: διαγωνίζομαι Low diacritics: διαγωνίζομαι Capitals: ΔΙΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diagōnízomai Transliteration B: diagōnizomai Transliteration C: diagonizomai Beta Code: diagwni/zomai

English (LSJ)

   A contend, struggle against, τινί, πρός τινα, X.Mem.3.9.2, Cyr.1.6.26; ταῦτα δ. πρὸς ἀλλήλους ib. 1.2.12; τῷ Διὶ ὑπὲρ εὐδαιμονίας Epicur.Fr.602; ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς D.H. 3.17; περί τινος Luc.VH2.8: abs., μάχῃ δ. Th.5.10; λόγῳ δ. Pl. Grg.456b, cf. 464e, D.7.8; finish a contest, of the Chorus, X.HG6.4.16; but, decide a contest, περί τινος Aeschin.3.132:—Pass., διηγώνισται Plu.2.556e; πράξεις διαγωνισθεῖσαι Socr.Ep.30.9, etc.

German (Pape)

[Seite 575] 1) mit Einem wettkämpfen, τινί, Alc. 1, 123 d; Xen. Mem. 3, 9, 2; πρὸς τοὺς πολεμίους Cyr. 1, 6, 26, u. öfter; Isocr. 4, 147; Pol. 2, 10, 6; auch λόγῳ, Plat. Gorg. 456 c; übh. = eifrig kämpfen; Thuc. μάχῃ, 5, 10, d. i. entscheiden; Pol. 1, 11, 14 u. öfter; ὑπέρ τινος, um etwas zu erlangen, Aesch. 3, 206. – 2) durch-, auskämpfen, ἀγῶνα, Luc. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰγωνίζομαι: ἀποθ., ἀγωνίζομαι, μάχομαι ἐναντίον, τινι καὶ πρός τινα Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 2, Κύρ. 1. 6, 26· ταῦτα δ. πρὸς ἀλλήλους αὐτόθι 1. 2, 12. ΙΙ. ἀγωνίζομαι ἀπελπιστικῶς, Θουκ. 5. 10· ἀγωνίζομαι ἁμιλλώμενος πρός τινα, ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 16· ἀποφασίζω τὸν ἀγῶνα, περὶ ἢ ὑπέρ τινος Αἰσχίν. 72. 27, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 (διά l’un contre l’autre) lutter contre : τινι ou πρός τινα contre qqn;
2 (διά jusqu’au bout) lutter jusqu’au bout, soutenir une lutte avec opiniâtreté, lutter énergiquement.
Étymologie: διά, ἀγωνίζομαι.