Ποσειδῶν

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ποσειδῶν Medium diacritics: Ποσειδῶν Low diacritics: Ποσειδών Capitals: ΠΟΣΕΙΔΩΝ
Transliteration A: Poseidō̂n Transliteration B: Poseidōn Transliteration C: Poseidon Beta Code: *poseidw=n

English (LSJ)

(perispom. in Att., Hdn.Gr.2.914), ὁ; gen. ῶνος, also ῶ Aristias 1; acc.

   A Ποσειδῶ Ar.Lys.1165, IG22.111.67; voc. Πόσειδον S. Fr.371.1 (lyr.), Ar.Ra.664: contr. (first in Hes. Th.732 (s.v.l.)) from Ep.form (also used by Pi.P.4.204, al., and S.Tr.502 (lyr.)) Ποσειδάων [ᾱ], άωνος, acc. άωνα, voc. Ποσείδᾱον Il.14.357, Od.3.55, al.:—Ion. Ποσειδέων, έωνος, Hdt.1.148, al.:—Aeol. Ποσείδαν Alc.26; Lyr. Ποσειδάν Pi.O.1.26, al., B.16.79; also in Crete, SIG56.15 (v B.C.); at Epidaurus, IG42(1).150 (v B.C.); at Lindus, ib. 12(1).809, etc.; and in Arc., SIG306.57 (Tegea, iv B.C.):—Dor. Ποτειδάν (oxyt., Hdn.Gr. 2.916) IG4.210, 219, al. (Corinth), SIG1000.17 (Cos, i B.C.), etc., prob. in Pi.O.13.5,40, Epich.54,115, X.HG3.3.2; also Ποτειδάϝων IG4.211, al. (Corinth), Ποτειδάων GDI5085 (Crete, iii B.C.): also Ποτῐδᾶς or Ποτειδᾶς (codd. vary), gen. ᾶ Eup.140, acc. ᾶν Epich.81, dub. in Ar.Ach.798 (Megarian), voc.ᾶSophr.131:—Boeot. Ποτειδάων (leg. Ποτῑδάων) Corinn.1, cf. Corinn.Supp.2.26 (BKT5(2)p.31); gen. [Ποτ] ῑδάωνος ib.76; but dat. Ποτειδάονι IG7.2465 (Thebes):— Arc. Ποσοιδάν ib.5(2).95 (Tegea):—Lacon. Πὁοιδάν ib.5(1).1228, al.:—Aeol.(?) Ποτοίδαν Schwyzer 642 (Pergam., v B.C.):—Poseidon.

Greek (Liddell-Scott)

Ποσειδῶν: ὁ· γεν. ῶνος, ὡσαύτως -ῶ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 10. 18· αἰτ. Ποσειδῶ· κλητ. Πόσειδον· ὁ τύπος οὗτος ἐγένετο κατὰ συναίρ. ἐκ τοῦ ἀρχαιοτέρου Ἐπικ. Ποσειδάων [ᾱ], άωνος, αἰτ. άωνα, κλητ. Ποσείδᾱον· τὸν Ἐπικ. τύπον Ποσειδάων, μεταχειρίζεται καὶ ὁ Πίνδ. πολλάκις καὶ ὁ Σοφ. ἐν Τρ. 502 (ἐν λυρ. χωρίοις) ― Ἰων. Ποσειδέων, έωνος, Ἡσ. Θ. 732, Ἡρόδ.· ― Αἰολ. Ποσείδαν Ἀλκαῖ. 26· ― ἀρχ. Δωρ. Ποτῑδᾶν, ᾶνος, Ἐπίχ. 24 Ahr., Πινδ. Ο. 13. 5, 57· ὡσαύτως Ποτῑδᾶς, γεν. ᾶ, Εὔπολις ἐν «Εἵλωσι» 6, αἰτ. ᾶν Ἐπίχ., κλητ. ᾶ Σώφρ., ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 10· παρὰ μεταγεν. Δωρ. ἴσως Ποτειδᾶν, Πινδ. Ο. 1. 39, κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· γεν. ᾶνος, Πινδ. Π. 4. 245· αἰτ. ᾶνα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 97· κλητ. ᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Π. 6. 51· ναὶ τὸν Ποσειδᾶν Μεγαρ. Δωρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 798· (ὅθεν τὸ ὄνομα τῆς Δωρικῆς πόλεως Ποτῑδαίας)· ― Βοιωτ. Ποτειδάων ἢ ὀρθότερον Ποτῑδάων, Κόριννα 1. ― Περὶ τῶν Αἰολ. τούτων καὶ Δωρ. τύπων ἴδε Ahrens D. Aeol. σ. 14, 123, D. Dor. 243 κἑξ. Ὁ θεὸς Ποσειδῶν, Λατ. Neptunus, υἱὸς τοῦ Κρόνου καὶ τῆς Ῥέας, ἀδελφὸς τοῦ Διός, θεὸς τῶν ὑδάτων καὶ μάλιστα τῆς θαλάσσης, ἀνὴρ τῆς Ἀμφιτρίτης· πλείονα περὶ αὐτοῦ ἴδε ἐν Λεξικῷ Ἀρχαιολ. Ἀλ. Ρ. Ραγκαβῆ, καὶ Müller Archäol. d. Kunst, § 354 κἑξῆς. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ πόσις, ὃ ἴδε). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157, 219.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
Poséidon, dieu des eaux, mers, fleuves, sources, etc.
Étymologie: DELG Πόσις Δᾶς « maître de la terre ».