ἀνέλκω
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
A draw up, τάλαντα . . ανέλκει holds them up (in weighing), 1l.12.434; ανελκύσαι ναύς haul them up high and dry, Hdt.7.59, Th. 6.44; νήες ανελκυσμέναι Hdt.9.98; δοκούς α. Th.2.76; haul up a sail, Epicr.10. 2 drag up, drag out, ανελκύσαι εις τό φώς Ar.Pax307; κάτ' ανελκύσας ερωτά having dragged him into open court, Id.Ach.687; τά παιδάρι' ευδύς ανέλκει drags them into the witness-box, Id.V.568: —Med., ανέλκεσθαι τρίχας tear one's own hair, Il.22.77:—Pass., κύνα χερσίν ανελκομενον D.P.790. II draw back, ο δέ τόξου πήχυν άνελκεν (in act to shoot) Il.11.375, cf. Od.21.128:—Med., έγχος ανελκόμενον drawing back his spear [out of the corpse], ib.22.97; τόξον ανέλκεται τοξευτής Arat.305:—Pass., pf. part. ανειλκυσμένος Procl.Hyp.7.39.