μυθολογικός
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
ή, όν,
A poetical, inventive, Pl.Phd. 61b.
German (Pape)
[Seite 214] ή, όν, im Erzählen von Fabeln, im Erdichten geschickt, Plat. Phaed. 61 b.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθολογικός: -ή, -όν, ἔμπειρος εἰς τὰ τῆς μυθολογίας, καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικὸς Πλάτ. Φαίδων 61Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
habile à composer des fables.
Étymologie: μυθολόγος.