κερουλκός

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερουλκός Medium diacritics: κερουλκός Low diacritics: κερουλκός Capitals: ΚΕΡΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: keroulkós Transliteration B: keroulkos Transliteration C: keroulkos Beta Code: keroulko/s

English (LSJ)

όν, (ἑλκω)

   A drawing a plough by the horns, Hsch.    II drawing a bow of horn, [Τρῶες] S.Fr.859 (lyr.).    2 Pass., of the bow itself, because tipped with horn, τόξα κ. E.Or.268.    III κ. κάλως, = κεραιοῦχος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1425] an, mit den Hörnern ziehend, Hesych.; – bes. den hörnernen Bogen ziehend, spannend, Apollo, Suid.; Τρῶες, Soph. frg. 738; auch τόξα κερουλκά, Eur. Or. 268, der am Horn, am Bügel gespannte Bogen; – κάλως, ein Tau, die Segelstange, Raa, κεραία zu ziehen, Sp., auch bei den Lateinern.

Greek (Liddell-Scott)

κερουλκός: -ή, -όν, (ἕλκω) «ὁ τοῖς κέρασιν ἕλκων τὸ ἄροτρον. καὶ ὁ κεραιοῦχος κάλως» Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ σύρων τόξον ἐκ κέρατος, Τρῶες Σοφ. Ἀποσπ. 738. 3) παθ., ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ τόξου, πιθαν. ὡς κεκοσμημένου κατὰ τὰ ἄκρα διὰ κέρατος, τόξα κ. Εὐρ. Ὀρ. 268. ΙΙΙ. κ. κάλως, τὸ σχοινίον τὸ ἀνασῦρον τὴν κεραίαν (πρβλ. κεροῦχος), Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui tire un arc de corne;
2 tendu par des extrémités faites de corne (arc).
Étymologie: κέρας, ἕλκω.