καλλίγαμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A of happy marriage, λέκτρα AP9.765 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1309] schön vermählt, λέκτρα Paul. Sil. 67 (IX, 765).
Greek (Liddell-Scott)
καλλίγᾰμος: -ον, εὐτυχὴς ἐν τῷ γάμῳ, καλλιγάμοις λέκτροις Ἀνθ. Π. 9. 765.