ἐμφυσάω
English (LSJ)
A blow in, ἐς τὰς ῥῖνας Aret.CA1.2, cf. POxy.1088.37; αὐλητρὶς ἐνεφύσησε breathed into the flute, Ar.V.1219; οἴνῳ ἐ. Hippiatr.11. II breathe upon, τινί, εἴς τινα, LXXJb.4.21, Ez.37.9, cf. Ev.Jo.20.22. III blow up, inflate, τὸ μὲν [τῆς τροφῆς] ἐμφυσᾶν, τὸ δὲ σαρκοῦν Arist.HA603b30; ἐ. τὰς φλέβας Id.Pr.881b14:—Pass., to be inflated or, generally, swollen, Hp.Coac.154, Arist.HA524a17, al.: metaph., τῇ κολακείᾳ ἐμφυσώμενος Clearch.25.
German (Pape)
[Seite 820] hinein-, aufblasen, εἴς τι u. τινί, Sp. – Pass., Arist. H. A. 4, 1; Hippocr.; auch übertr., τῇ κολακείᾳ Clearch. bei Ath. VI, 255 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφῡσάω: φυσῶ ἔν τινι, ἐς τὰς ῥῖνας Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· αὐλητρὶς ἐνεφύσησε, ἐφύσησεν εἰς τὸν αὐλόν, Ἀριστοφ. Σφ. 1219. ΙΙ. φυσῶ ἐπάνω (εἴς τινα), τινι ἢ εἴς τινα Ἑβδ. (Ἰὼβ Δ΄, 21). ΙΙΙ. φουσκώνω, τὸ μὲν τῆς τροφῆς ἐμφυσᾶν, τὸ δὲ σαρκοῦν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 6· ἐμφ. τὰς φλέβας ὁ αὐτ. Προβλ. 5. 9: - Παθ., φουσκώνομαι, πρήσκομαι, ἐξογκοῦμαι, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 143, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12 κ. ἀλλ.· μεταφορ., τῇ κολακείᾳ ἐμφυσώμενος Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 225D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
souffler dans ou sur : ἔς τι dans qch ; τινί ou εἴς τινα sur qqn.
Étymologie: ἐν, φυσάω.