ἀπαρακάλυπτος
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A undisguised, γυμνὴ καὶ ἀ. κατηγορία Hld. 10.29. Adv. -τως Pl.R.538c, Euthd.294d: Comp. -ότερον D.C.67.3. 2 open-hearted, ἀ. τὰς ψυχάς Ptol.Tetr.155.
German (Pape)
[Seite 279] unverhüllt, κεφαλή Plut. qu. Rom. 11; unverhohlen, adv., ἐρωτᾶν Plat. Euthyd. 294 d; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρακάλυπτος: -ον, ἀκάλυπτος, ἄκρυπτος, φανερός, γυμνὴ καὶ ἀπ. κατηγορία Ἡλιόδ. 10. 29. - Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, Πλάτ. Πολ. 538C, Εὐθύδ. 294D. - Συγκρ. -ότερον Δίων Κ. 67. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non voilé, non caché, ouvert.
Étymologie: ἀ, παρακαλύπτω.