ἁρματηλασία
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
ἡ,
A chariot-driving, X.Cyr.6.1.27, Luc.Dem. Enc.23.
German (Pape)
[Seite 355] ἡ, die Art, den Wagen (Streitwagen) zu fahren, τῶν Κυρηναίων Xen. Cyr. 6, 1, 27; Luc. Dem. enc. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματηλᾰσία: ἡ, τὸ ἐλαύνειν ἅρμα, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 27, Λουκ. Δημοσθ. 23.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de conduire un char.
Étymologie: ἁρματηλάτης.