αὐλωπίας
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ου, ὁ (Dor. gen. ία Archestr.Fr.33), a large fish, similar to ἀνθίας, perh.
A Serranus gigas, Arist.HA570b19, Henioch.3.4, Ael. NA13.17; cf. αὐλωπός.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλωπίας: -ου, ὁ, εἶδος ἰχθύος, ὁ ἄλλως καλλιώνυμος ἢ ἀνθίας καλούμενος, τίκτει δὲ καὶ αὐλωπίας, ὃν καλοῦσιν ἀνθίαν τοῦ θέρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 7, Ἡνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, Αἰλ. π. Ζ. 13, 17· πιθ. ὁ αὐτὸς καὶ αὐλωπός, ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 256. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ξενοκράτ. σ. 69 ἐν τέλει.