ἀττέλαβος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
Ion. ἀττέλ-εβος (both forms in LXX Na.3.17 codd.), ὁ,
A locust, Hdt.4.172, Arist.HA550b32, 556a8, Thphr.Fr.174.3, Plu.2.636e:— also ἀττελάβη· ἀκρίδας, Hsch.
German (Pape)
[Seite 390] ὁ, eine ungeflügelte Heuschreckenart, Lucill. 69 (XI, 265).
Greek (Liddell-Scott)
ἀττέλαβος: Ἰων. -εβος, ὁ, εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος, Ἡρόδ. 4. 172, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 29., 5. 30, 4, «ἀττέλαβος· ἀκρὶς μικρά· καὶ εἶδος κνωδάλου, ζώου μικροῦ καὶ λεπτοῦ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de sauterelle (sans ailes LSJ), insecte.
Étymologie: DELG emprunt.