βόθυνος
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ὁ,
A = βόθρος, Cratin.210, X.Oec.19.3, BGU1122.17 (i B. C.). II a meteorological phenomenon, Arist.Mete.342a36, Mu.392b4.
German (Pape)
[Seite 452] = βόθρος, ὁ, von den Atticisten getadelt, nach B. A. 85 schon in Solons Gesetzen u. bei Cratin., wo εἰς βόθυνον ἱέναι ein Spiel ist; Xen. Oec. 19, 3; Theophr. – Bei Arist. mund. 2 g. E. werden βόθυνοι neben δοκίδες u. κομῆται als feurige Lufterscheinung genannt.
Greek (Liddell-Scott)
βόθῡνος: ὁ, = βόθρος, Κρατῖν. Σεριφ. 7, Ξεν. Οἰκ. 19, 3, Λυσ. Ἀποσπ. 17 κ. ἀλλ. 2) βόθυνοι παρ’ Ἀριστοτ. Μετεωρ. 1. 5, εἶδος φωτεινῶν μετεώρων.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 trou, fosse, citerne;
2 pl. sorte de météores.
Étymologie: cf. βόθρος.