βοητής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A clamorous, Hp.Ep.19, prob.l. in Morb.Sacr.15, cf. Hsch. s.v. ἠπύτα: Dor. fem., βοᾶτις αὐδά A.Pers.575 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 452] ὁ, der Schreier, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βοητής: -οῦ, ὁ, ὁ βοῶν, φωνάζων ἰσχυρῶς, Ἱππ. 1286. 38, καὶ ἤδη οὕτω διορθοῦται ἐν 309. 6, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπύται · ― Δωρ. θηλ. βοᾶτις αὐδὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 575.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
criard.
Étymologie: βοάω.