δασύστερνος
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ον,
A shaggy-breasted, Hes.Op.514; of Nessus, S. Tr.557; ὑμέναιοι, of a Satyr, Nonn.D.28.90.
German (Pape)
[Seite 524] mit rauher, behaarter Brust, θῆρες Hes. O. 512; Νέσσος Soph. Tr. 557; sp. D., wie Nonn. D. 44, 918 λέαινα.
Greek (Liddell-Scott)
δασύστερνος: -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ στῆθος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.