διαπτύσσω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπτύσσω Medium diacritics: διαπτύσσω Low diacritics: διαπτύσσω Capitals: ΔΙΑΠΤΥΣΣΩ
Transliteration A: diaptýssō Transliteration B: diaptyssō Transliteration C: diaptysso Beta Code: diaptu/ssw

English (LSJ)

Att. διαπτύττω,

   A open and spread out, unfold, disclose: metaph., διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί S.Ant.709, cf.E.Hipp.985, Pl.Lg.858e (Pass.); σύμβολα Iamb.Protr. 21; λόγῳ δ. Moschio Trag.6.    2 split open, κράνος D.S.17.20; open up, τὸ ἐπιγάστριον Gal.2.520.    II fold one with another, intertwine, Arist.GA720b17.

German (Pape)

[Seite 598] att. -πτύττω, 1) entfalten; διαπτυχθέντες ὤφθησαν κακοί Soph. Ant. 705, Schol. ἀνακαλυφθέντες: vgl. Eur. Hipp. 985; Sp.; dah. bei Theophr. συμμεμυκός u. διεπτυγμένον entgegstzt; übertr., eröffnen, erklären, Plat. Legg. IX, 858 e u. Sp. – 2) durcheinander wickeln, τὰς πλεκτάνας, Arist. gen. anim. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

διαπτύσσω: Ἀττ. –ττω, μέλλ. –ξω, ἀνοίγω καὶ ἐξαπλώνω, ἀναπτύσσω, ἀποκαλύπτω, Σοφ. Ἀντ. 709, Εὐρ. Ἱππ. 985· ἑρμηνεύω, ἐξηγοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 858Ε· λόγῳ δ. Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 240. ΙΙ. συμπτύσσω τι μεθ’ ἑτέρου, συμπλέκω, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 1. 15, 1.

French (Bailly abrégé)

f. διαπτύξω, etc.
déployer, mettre au grand jour.
Étymologie: διά, πτύσσω.