δικόρυφος

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκόρῠφος Medium diacritics: δικόρυφος Low diacritics: δικόρυφος Capitals: ΔΙΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: dikóryphos Transliteration B: dikoryphos Transliteration C: dikoryfos Beta Code: diko/rufos

English (LSJ)

ον,

   A two-peaked, δ. πλάξ, of Parnassus, E.Ba.307; λάμπουσα πέτρα . . δ. σέλας Id.Ph.227 (lyr.); κλειτύς Limen.2.    2 with two crowns, of the hair on the head, Arist.HA491b7, Poll.2.43.    3 with two tops, ἐνθέματα Gp.10.75.7.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκόρῠφος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορυφάς, δ. πλάξ, ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ, Εὐρ. Βάκχ. 307· οὕτω, λάμπουσα πέτρα… δ. σέλας ὁ αὐτ. Φοιν. 227· πρβλ. δίλοφος. 2) ἔχων δύο κορυφὰς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, τοῦ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῖται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν· τοῦτο δ’ ἐνίοις διπλοῦν ἐστι· γίνονται γάρ τινες δικόρυφοι οὐ τῷ ὀστῷ, ἀλλὰ τῇ τριχῶν λισσώσει Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 7, 4, Πολυδ. Β’, 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, κορυφή.