δύνασις
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, poet. for δύναμις, Pi.P.4.238, B.9.49, S.Ant. 604 (lyr.), 952 (lyr.), E.Ion1012; ἐν (i.e. ἐς)
A δύνασιν pro virili parte, IG22.1126.5 (Amphict. Delph.).
German (Pape)
[Seite 673] ἡ, p. = δύναμις; Pind. P. 4, 238. 5, 117; Soph. Ant. 600 u. 941, im chor.; Eur. Ion 1012 Andr. 483.
Greek (Liddell-Scott)
δύνᾰσις: [ῠ], εως, ἡ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ δύναμις, Πίνδ. Π. 4. 424, Σοφ. Ἀντ. 604, 951, Εὐρ. Ἴωνι 1012˙ ἐν (ὃ ἐ. ἐς) δύνασιν, pro virili, Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1588. 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. δύναμις.