ἔκκλησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A appeal, IGRom.4.1044 (Cos), Hsch.s.v. ἔφεσις. 2 challenging, Plb.Fr.131 (pl.). 3=Lat.evocatio numinum, Plu.2.278f(pl.).
German (Pape)
[Seite 763] ἡ, das Herausrufen, Herausfordern, ἐκκλήσεις θεῶν Plut. Qu. Rom. 61 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκλησις: -εως, ἡ, ἔφεσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 71. 13· πρβλ. ἔκκλητος 2. 2) πρόκλησις, Πολυβ. Ἀποσπ. 44. 3) ἐπίκλησις διὰ μαγείας, Πλούτ. 2. 278Ε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
invocation.
Étymologie: ἐκκαλέω.