Ἑλλησποντιακός
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
ή, όν,
A of the Hellespont, X.An.1.1.9, etc.:— also Ἑλλησ-πόντιος, α, ον, Hdt.7.95, X.HG3.4.11.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλησποντιακός: -ή, -όν, τοῦ Ἑλλησπόντου, αἱ Ἑλλησποντικαὶ πόλεις Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9, κτλ.· - οὕτως, Ἑλλησπόντιος, α, ον, Ἡρόδ. 7. 95, ἐξ Ἑλλησπόντου, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 11· - οὐσ. Ἑλλησποντία, ἡ, ἡ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον χώρα, Στέφ. Βυζάντ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. Ἑλλησπόντιος.