ὀγκηρός
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ά, όν, (ὄγκος B)
A bulky, swollen, ὀστέα Hp.Fract.24 (Comp.) ; ὀ, εἰς τὸ ἄνω Id.Art.13 (Comp.). II metaph., stately, pompous, ὄνομα Demetr.Eloc.176 ; τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διᾴγειν X.HG3.4.8 ; ἐν τραγῳδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Longin.3.1 ; τὸ ὀ. bombast, Arist.EN1127b24 : irreg. Comp. ὀγκότερος (formed from ὄγκος) Id.Pr.966a2 : Sup. ὀγκότατος AP12.187 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 290] von großer Masse, großem Umfange, Arist. probl. 10, 54; prachtvoll, gew. tadelnd, τῆς βασιλείας ὀγκηρόεερον διάγειν, mit mehr Pracht leben, mit dem Nebenbegriff des Aufgeblasenen, Xen. Hell. 3, 4, 8; Sp. – Auch vom Styl, τὸ ὀγκηρόν, = ὄγκος, Arist. eth. 4, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκηρός: -ά, -όν, (ὄγκος Β) ὀγκώδης, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 767· ὀγκ. εἰς τὸ ἄνω ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790. ΙΙ. μεταφ., ἔχων ὄγκον, πομπώδης, ὄνομα Δημ. Φαληρ. 176. τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διάγειν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 8· ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Λογγῖν. 3· ― τὸ ὀγκ., τὸ ὀχληρόν, τὸ προξενοῦν ἐνόχλησιν εἰς ἄλλους, ἀλλὰ ἀποφεύγοντες τὸ ὀγκηρὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 14. ― Ἐν Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, ἔχομεν συγκρ. ὀγκότερος (ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ὄγκος)· ὑπερθ. ὀγκότατος, Ἀνθ. Π. 12. 187.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
volumineux, gros, enflé, gonflé ; fig. τὸ ὀγκηρόν enflure (du style, etc.).
Étymologie: ὄγκος².