συμπάσσω
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
A besprinkle, bespatter, bestrew, Plu.2.89d, 638e; βρέφος [ἅλατι] Sor.1.82, cf. Orib.Fr.78: also σ. τοὺς ἅλας Sor. l.c.
German (Pape)
[Seite 985] (s. πάσσω), bestreuen, συμπάσαι Plut. Symp. 2, 4 E.
Greek (Liddell-Scott)
συμπάσσω: ἐπιπάσσω, πασπαλίζω ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, Πλούτ. 2. 89D, 638Ε.