Τερψιχόρη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, Dor. and Att. Τερψῐ-χόρᾱ Pi.I.2.7, Pl.Phdr.259c, cf. Choerob.in Theod.2.42 H.:—Terpsichore. the Muse of the dance, Hes. Th.78, etc. 2 Pythag. name of 9, Theol.Ar.58.
Greek (Liddell-Scott)
Τερψιχόρη: ἡ, Δωρικ. -χόρᾱ Πινδ. Ι. 2. 12, ὡς καὶ παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 259C, πρβλ. Α. Β. 1173 - ἡ ἐπὶ τοῖς χοροῖς τερπομένη, μία τῶν ἐννέα Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 78 κλπ.
French (Bailly abrégé)
v. Τερψιχόρα.