παρυφαίνω
English (LSJ)
pf.
A παρύφαγκα Ph.Byz.Mir.2.5 :—weave beside or along, ἐσθὴς παρυφασμένη a garment with a purple hem or border (παρυφή), D.S.12.21 ; παρυφασμένα ὅπλα armed men hemming in an unarmed crowd, X.Cyr.5.4.48 ; παρύφανται . . τῷ στομάχῳ . . πόρος is set along its edge, Arist.HA529a15, cf. PA676b21, PPetr.3p.305 (iii B.C.). II excel in weaving, τινα Philostr.Im.2.28.
German (Pape)
[Seite 529] daran weben, wirken; ἐσθὴς παρυφασμένη, Kleid mit angewebtem purpurnem Saume, D. Sic. 12, 21. – Uebertr., längs den Seiten daneben ausbreiten, ὅπλα παρυφασμένα, bei Xen. Cyr. 5, 4, 48, sind Reihen von Bewaffneten, welche den unbewaffneten Haufen von allen Seiten umgeben. – Im Weben übertreffen, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
παρῠφαίνω: ὑφαίνω πλησίον ἢ κατὰ μῆκος τινός, ἐσθὴς παρυφασμένη, ἔχουσα παρυφήν, Διόδ. 12. 21· ὅπλα παρυφασμένα, ὁπλῖται περιβάλλοντες πανταχόθεν ὡς παρυφὴν ἄοπλον πλῆθος, ὑπὸ δὲ τῶν παρυφασμένων ὅπλων πᾶς ὄχλος δεινὸς φαίνεται Ξεν. Κύρ. 5. 4, 48, παρύφανται..τῷ στομάχῳ..πόρος, εἶναι παρυφασμένος εἰς τὸν στόμαχον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4, 4, 19, πρβλ. π. Ζ. Μ. 4. 2, 1. ΙΙ. ὑπερέχω εἰς τὸ ὑφαίνειν, ὅρα καὶ τὴν ἀράχνην ὑφαίνουσαν ἐκ γειτόνων, εἰ μὴ παρυφαίνῃ καὶ τὴν Πηνελόπην Φιλόστρ. 853.
French (Bailly abrégé)
1 brocher dans un tissu ; part. pf. Pass. παρυφασμένος entremêlé d’une trame de fils différents;
2 broder le long de ; fig. border tout au long.
Étymologie: παρά, ὑφαίνω.