μελοποιός

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελοποιός Medium diacritics: μελοποιός Low diacritics: μελοποιός Capitals: ΜΕΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: melopoiós Transliteration B: melopoios Transliteration C: melopoios Beta Code: melopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of songs, lyric poet, Ar. Ra.1250, Pl.Prt.326a, etc.; ὁ Θηβαῖος μ., of Pindar, Ath.1.3c; ἡ Λεσβία μ., of Sappho, Luc.Im.18.    II as Adj., generally, tuneful, μέριμνα E.Rh.550 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 127] ὁ, der Liederverfertiger, der lyrische Dichter, Plat. Prot. 326 b Ion 534 a, wie Pind. oft heißt ὁ Θηβαῖος μελοποιός, vgl. S. Emp. adv. mus. 16. Auch fem., Λεσβία, Luc. Imag. 18.

Greek (Liddell-Scott)

μελοποιός: ὁ, (μέλος Β) ὁ ποιῶν μέλη, λυρικὸς ποιητής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1250, Πλάτ. Πρωτ. 326Β, κ. ἀλλ.· - ὁ Θηβαῖος μ., δηλ. ὁ Πίνδαρος, Ἀθήν. 3C· ἡ Λεσβία μ., ἐπὶ τῆς Σαπφοῦς, Λουκ. Εἰκόν. 18. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., καθόλου, ᾠδικός, ἀηδονὶς Εὐρ. Ρῆσ. 550.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: μέλος, ποιέω.