ἱεράτευμα
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
ατος, τό,
A priesthood, LXXEx.19.6, 1 Ep.Pet.2.9. 2 body of priests, ib. 5.
German (Pape)
[Seite 1240] τό, Priesterthum, Priesterschaft, LXX., N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεράτευμα: τό, τὸ ἱερατεῖον, ἡ ἱερωσύνη, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΘ΄, 6), Ἐπιστ. Α΄ Πέτρ. β΄, 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fonction sacerdotale, sacerdoce.
Étymologie: ἱερατεύω.