πνευστιάω
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
A breathe hard, pant, Hp.Int.44, Sor.1.108; expld. by πυκνὸν ἀναπνεῖν, Arist.Rh.1357b21; Ep. part.πνευστιόων AP11.382.4 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 640] keuchen, schwer athmen, nach Luft schnappen; Hippocr.; Arist. rhet. 1, 2; Luc. Catapl. 3; δυσκελάδοις ἄσθμασι πνευστιόων, Agath. 69 (XI, 382).
Greek (Liddell-Scott)
πνευστιάω: ὡς καὶ νῦν, ἀσθμαίνω, «λαχανιάζω», Ἱππ. 556. 25· ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πυκνὸν ἀναπνεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 18· Ἐπικ. μετοχ. πνευστιόων, Ἀνθ. Π. 11. 382, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir l’haleine courte, être asthmatique.
Étymologie: πνέω.
Par. ἀσθμαίνω.