λωποδύτης

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωποδύτης Medium diacritics: λωποδύτης Low diacritics: λωποδύτης Capitals: ΛΩΠΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: lōpodýtēs Transliteration B: lōpodytēs Transliteration C: lopodytis Beta Code: lwpodu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A clothes-stealer, esp. one who steals of bathers, or strips travellers, S.Epigr.4.    II generally, thief, robber, footpad, IG12.44.5, Antipho 5.9, Cratin.206, Ar.Av.497, Ra.772, Lys.10.10, Phld.Rh.2.144 S., etc.; λωποδυτῶν θάνατον αἱρεῖσθαι D.4.47; λ. ἀλλοτρίων ἐπέων plagiarist, AP11.130 (Poll.), cf. Arr.Epict.2.19.28.

Greek (Liddell-Scott)

λωποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (λῶπος, δύω), ὁ τὰ ἱμάτια ἀποδύων, ὁ ἐνδεδυμένον ἀποδύων, κυρίως ὁ κλέπτων τὰ ἱμάτια τῶν λουομένων ἢ ἀπογυμνώνων τοὺς διαβάτας, Σοφ. Ἐπίγραμμ. παρ’ Ἀθην. 604F, Α. Β. 176, πρβλ. λωποδυτέω. ΙΙ. καθόλου, κλέπτης, λῃστής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 772, Ὄρν. 497, Ἀντιφῶν 130. 19, Λυσ. 117. 7, κτλ.˙ λωποδυτῶν θάνατον αἱρεῖσθαι Δημ. 53˙ ἐν τέλ.˙ ἀλλοτρίων λ. ἐπέων, ὁ κλέπτων ἢ ἰδιοποιούμενος ξένας ἐκφράσεις καὶ ἰδέας, Ἀνθ. Π. 11. 130, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 28.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur, pillard.
Étymologie: λῶπος, δύομαι.