ἐναπολείπω
From LSJ
English (LSJ)
A leave behind in or on, ταῖς Χερσὶ ποιότητα Xenocr.58; τι Plu.2.91b:—Pass., Arist. Mete.352b35, Ph.1.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπολείπω: ἀπολείπω ἔν τινι, δυσέκνιπτον ἐν ταῖς χερσὶν ἐναπολείπει πιότητα Ξενοκρ. 58˙ τι Πλούτ. 2. 91Β: ‒ Παθ., Ἀριστοτ. Μετεωρ. 1. 14, 22.