ἐμβόλιμος
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ον,
A intercalated, μὴν ἐ. intercalary month, Hdt.1.32 (without μήν, 2.4); ἐ. μῆνα ἄγειν CIG2693e (Mylasa); ἡμέρα. Inscr.Prien.105.76, D.C.48.33. 2 τὰ ἐ. choral interludes, Arist.Po.1456a29. 3 ἐ. ἔπη interpolated lines, Hsch.; ἐ. παῖδες supposititious (nisi leg. ἐκβ-), Eup.103; ἐ. βασιλεύς fictitious, J.Ap.1.26.
German (Pape)
[Seite 806] eingeschaltet; μήν Her. 1, 32. 2, 4 u. Sp., wie Plut. Num. 18 D. Sic. 1, 50; ἡμέρα D. Cass. 48, 33. – Untergeschoben, Hesych. ἔπη; – παῖδες Eupol. bei Schol. Ar. Nub. 1001, scheint in ἐκβόλιμοι zu ändern.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβόλιμος: -ον, παρεμβληθείς, παρείσακτος, μὴν ἐμβ. Ἡρόδ. 1. 32., 2. 4· ἐμβ. μῆνα ἄγειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2693e· τὰ ἐμβ., στίχοι παρείσακτοι, νόθοι, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 20. Παρ’ Εὐπόλιδι ἐν «Δήμοις» 38, τὸ ἐμβ. παῖδες πρέπει νὰ σημαίνῃ ὑποβολιμαῖοι, νόθοι, ἀλλ’ ὁ L. Dind. προτείνει ἐκβόλιμοι, ἐκτρωματιαῖοι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intercalé, intercalaire (mois, jour, etc.).
Étymologie: ἐμβάλλω.