ἐξαιμάτωσις
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
εως, ἡ,
A conversion into blood, of food, ibid., Alex.Aphr.Pr.2.63, Gal. 11.139.
German (Pape)
[Seite 863] ἡ, Verwandlung in Blut, Galen.; Verwundung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιμάτωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς αἷμα μεταβολὴ τῆς τροφῆς, διὰ τὰς ἐξαιματώσεις Μ. Ἀντων. 4. 21, Γαλην. 19. 373, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 72, 34, κλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de convertir en sang.
Étymologie: ἐξ, αἱματόω.