ἐξαπορέω
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
strengthd. for ἀπορέω, to be in
A great doubt or difficulty, Plb.4.34.1; τοῖς πράγμασι Arist.Ath.23.1:—Med., ἀπορούμενοι, ἀλλ' οὐκ ἐ. 2 Ep.Cor.4.8: so in aor. Pass. ἐξηπορήθην LXXPs.87(88).15, D.S.24.1, Plu.Alc.5; ἐξαπορηθῆναι ἀργυρίον to be without money, D.H.7.18; τῶν κοινῶν ἐξηπορημένων SIG495.12 (Olbia, iii B. C.), cf. PEleph.2.10 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 871] verstärktes simplex, in großer Verlegenheit, in großer Noth sein, Pol. 4, 34, 1 u. öfter, der noch τοῖς λογισμοῖς hinzusetzt, u. a. Sp. – Auch med. mit aor. pass., οἱ τελῶναι ἐξηπορήθησαν Plut. Alc. 5; ὁπότε ἐξαπορηθεῖεν ἀργυρίου, an Geld, D. Hal. 7, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπορέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἀπορέω, εὑρίσκομαι ἐν μεγάλῃ ἀπορίᾳ, Πολύβ. 4. 34, 1: - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρὸς Κορινθ. Β΄ Ἐπιστ. δ΄, 8· καὶ ἐν παθ. ἀορ. β΄, Διοδ. Ἀποσπ. 507. 89, Πλουτ. Ἀλκ. 5· ἐξαπορηθῆναι ἀργυρίου, εὑρεθῆναι ἐν μεγάλῃ χρηματικῇ ἀνάγκῃ, Διον. Ἁλ. 7. 18· παθ. πρκμ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐξηπόρησα;
être embarrassé, incertain, ne pas savoir que faire;
Moy. ἐξαπορέομαι-οῦμαι (ao. ἐξηπορήθην) m. sign.
Étymologie: ἐξ, ἀπορέω.