ἐστάλατο
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
Ion. 3pl. plpf. Pass. of στέλλω, Hes.Sc.288. ἑστάμεν, Ἑσπερ-άμεναι [ᾰ], Ep. pf. inf. of ἵστημι: but II ἕστᾰμεν, 1pl. ind. ἔσταν, ἑστᾰότες, v. ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐστάλᾰτο: Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσ. τοῦ στέλλω, Ἡσ. Ἀσπ· Ἡρ. 288.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pqp. Pass. ion. de στέλλω.