εὔτυκος
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ον, rare form for sq.,
A well-built, εὐτύκους δόμους A.Supp.959 (Porson). II ready, γλῶσσα ib.994: c. inf., πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον . . εὔτυκος ib.974 (anap.); ὑμνεῖν B.8.4; ἐς χορόν Pratin.Lyr.2; πῦρ εὔ. ἔστω Theoc. 24.88; ἁ θεὸς εὔ. ἕρπει (fort. ἕρπειν) Call.Lav.Pall.3; [κρέα] v.l. in Hdt.1.119.
German (Pape)
[Seite 1104] = Folgdm, wohl bereitet, fertig, bereit, πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις εὔτυκος Aesch. Suppl. 952, wie πᾶς δ' ἐν μετοίκῳ γλῶσσαν εὔτυκον φέρει κακήν 972; πῦρ μέντοι ὑπὸ σποδῷ εὔτυκον ἔστω Theocr. 24, 86; εἴς τι, Pratin. bei Ath. XIV, 633 a. – Hesych. erkl. das adv. εὐτύκως durch ῥᾳδίως.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτῠκος: -ον, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ ἑπομ., καλῶς ᾠκοδομημένος, εὐτύκους δόμους (οὕτως ὁ Βothe) Αἰσχύλ. Ἱκ. 959. ΙΙ. ἕτοιμος, γλῶσσα αὐτόθι 994· πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον… εὔτυκος αὐτόθι 974· θεῖος προφάτας εὔτυκος… ὑμνεῖν Βακχυλ. 8. 4 (ἔκδ. Blass)· πῦρ εὔτυκον ἔστω Θεόκρ. 24. 86· εἴς τι Πρατίν. 2 Bgk.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien préparé, tout prêt ; ποιεῖν τι ESCHL à faire qch.
Étymologie: εὖ, τεύχω.