εὔμνηστος
From LSJ
English (LSJ)
Dor. εὔ-μναστος, ον,
A well-remembering, mindful, τινος S.Tr.108 (lyr.); χρηστήριον Boeoi.
German (Pape)
[Seite 1081] wohl eingedenk, τινός Soph. Tr. 108.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμνηστος: -ον, καλῶς ἐνθυμούμενος, σκεπτόμενος περί τινος, τινὸς Σοφ. Τρ. 109 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ εὔμναστος), Ποιητ. παρὰ Παυσ. 10. 5, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se souvient fidèlement de, gén..
Étymologie: εὖ, μιμνῄσκομαι.