εὔχλοος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον, contr. εὔχλους, ουν, (χλόη)
A fresh and green, epith. of Demeter, S.OC1600, cf. Nonn.D.41.15.
German (Pape)
[Seite 1109] zsgzgn εὔχλους, bei Soph. O. C. 1596 Beiname der Demeter, die Alles grünen macht (s. χλόη). – Sonst = schön grünend, Opp. H. 1, 132 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχλοος: συνηρ. -χλους, ουν, (χλόη) χλοερός, ἐπίθ. τῆς Δήμητρος, Σοφ. Ο. Κ. 1600· ἀνθηρός, θαλερός, Νόνν. Δ. 41. 15.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui produit une belle verdure.
Étymologie: εὖ, χλοή.