ἠλάκατα
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰκ], ων, τά, only in pl.,
A wool on the distaff, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα Od.6.53,306, cf.7.105; ἠ. στροφαλίζετε 18.315; ἠ. ἀνελισσομένης Alex.Aet.3.4.
German (Pape)
[Seite 1159] τά, die Wolle auf der Spindel u. die Faden, die von der Spindel abgesponnen werden, das Gespinnst, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα, Od. 6, 53. 306. 7, 105. 17, 97, ἠλάκατα στροφαλίζειν, 18, 315, Fäden spinnen, ἑλίσσεσθαι, Alex. Aet. bei Parth. 14, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλάκᾰτα: -ων, τά, μόνον κατὰ πληθ., τὰ περὶ τὴν ἠλακάτην ἔρια, ἠλάκατα στρωφῶσ’ ἁλιπόρφυρα Ὀδ. Z. 53, 306, πρβλ. Η. 105· ἠλ. στροφαλίζετε Σ. 315.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
fils qu’on tire de la quenouille.
Étymologie: ἠλακάτη.