θυλακίς
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of θύλακος,=
A θυλάκιον 11, Ael.NA6.43, Nic.Th.852.
German (Pape)
[Seite 1222] ίδος, ἡ, dasselbe, Saamenkapsel, Ael. N. A. 6, 43; Mohnkopf, Nic. Th. 852. S. θυλακῖτις.
Greek (Liddell-Scott)
θῡλακίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ θύλακος, ἐπὶ τῆς ἐννοίας θυλάκιον ΙΙ, Αἰλ. π. Ζ. 6. 43, Νικ. Θ. 852· πρβλ. θυλακίτης.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
gousse.
Étymologie: θύλακος.