θηράσιμος
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
[ᾱ], ον,
A to be hunted down, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους A.Pr.858.
German (Pape)
[Seite 1209] ον, zu jagen; γάμοι Aesch. Prom. 857; vgl. E. M. 487, 30.
Greek (Liddell-Scott)
θηράσιμος: -ᾱ, -ον, (θηράω) ὃν δύναταί τις νὰ θηρεύσῃ, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui peut être poursuivi, recherché.
Étymologie: θηράω.