κάρχαρος

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ον, and α, ον Alcm.140:—

   A saw-like, jagged, so with saw-like jagged teeth, κύων Lyc.34, Luc.Luct.4, cf. Ael.NA 16.18; στόμα Opp.C.3.142; ἕρκος Id.H.1.506; ὀδόντες Philostr.Im. 2.18; δῆγμα Luc.Trag.302; κάρχαρον μειδήσας, of the wolf, Babr.94.6.    2 metaph., harsh, of sounds or language, καρχάραισι φωναῖς Alcm. l.c., cf. Luc.Hist.Conscr.43; ῥήτωρ Id.Merc.Cond.35; nickname of Thrason, Bato Sinop.3; rough, rude, [ἤθη] κ. καὶ σκολιά Plu. 2.468c.

German (Pape)

[Seite 1332] ον (wohl mit χαράσσω zusammenhangend), mit gezackten, scharfen Zähnen, auch die ὀδόντες selbst, Philostr.; στόμα Opp. C. 3, 142; ἕρκος H. 1, 506; κύων Lycophr. 34; δῆγμα Ael. H. A. 16, 8; Luc. Tragopod. 302; übertr., bissig, heftig, ἑρμηνεία σφοδρὰ καὶ κάρχαρος de conscrib. hist. 43; κάρχαρόν τι μειδήσας Babr. 94, 6; auch Beiname von Menschen, Ath. VI, 251 e.

Greek (Liddell-Scott)

κάρχᾰρος: -ον, καὶ α, ον, Ἀλκμὰν 132·―κυρίως, ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας ὀξεῖς, ὀξυόδους, κάρχαρος κύων, «ὁ κεχαραγμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας, ἤτοι κεχηνότας· νῦν δὲ τὸ κῆτος» (Σχόλ.), Λυκόφρων 34, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 16. 18· στόμα Ὀππ. Κυν. 2. 142· ἕρκος ὁ αὐτ. ἐν Ἁλ. 1. 506· ὀδόντες Φιλόστρ. 841· δῆγμα Λουκ. Τραγῳδοποδ. 302· κάρχαρόν τι μειδήσας, ἐπὶ τοῦ λύκου, Βαβρ. 94. 6·―καθόλου, ὀξύς, δηκτικός, μεταφ. ἐπὶ ἐπικρίσεως, Ἀλκμὰν ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 43· ῥήτωρ ὁ αὐτ. ἐν Μισθ. Συνόντ. 35, πρβλ. Ἀθήν. 251Ε. (Ἴδε ἐν λ. κραναός).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aux dents aiguës ; κάρχαρον μειδᾶν BABR sourire en montrant des dents aiguës, càd d’une manière menaçante;
2 en gén. aigu, acéré.
Étymologie: R. Χαρ, déchirer, avec redoubl. ; cf. χαράσσω.